θεογέναιος

θεογέναιος
θεο-γέναιος, (sc. μήν), name of month in Egypt, BGU713.3(i A.D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θεογέναιος — θεογέναιος, ὁ (Α) ονομασία μήνα στην Αίγυπτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεογενής, μολονότι τα επίθ. σε γενής σχηματίζουν συνήθως παρ. σε γένειος, πρβλ. α γένειος, συγ γένειος] …   Dictionary of Greek

  • θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”